καφετής, -ιά, -ί

καφετής, -ιά, -ί
αυτός που έχει το χρώμα το καφέ: Είχε καφετί άλογο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καφετής — και καφεδής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα τού καφέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεδ (πρβλ. καφέδ ες πληθ. τού καφές) + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής, μουσταρδ ής). Ο τ. καφετής σχηματίστηκε αναλογικά με τα επίθ. που δηλώνουν χρώμα και έχουν ληκτικό θεματικό… …   Dictionary of Greek

  • φορστερίτης — Ορυκτό, πυριτικό άλας του μαγνησίου, με τον χημικό τύπο Mg 2SiO4 του ρομβικού συστήματος. Ανήκει στην ομάδα του ολιβίνου. Είναι άχρωμος, λευκός, πράσινος, υποκίτρινος και καφετής και απαντά σε μικρούς κρυστάλλους και σε κόκκους. * * * ο, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”